ἀπαγορευτικοί

ἀπαγορευτικοί
ἀπαγορευτικός
prohibitory
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • Πενθέκτη — Σύνοδος που συγκλήθηκε το 692 επί Ιουστινιανού B’ στον Τρούλο του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη –όπως και η Στ– με σκοπό τη συμπλήρωση της E’ και της Στ’ συνόδου. Η σύνοδος αυτή, η οποία δεν αναγνωρίστηκε από τη δυτική Εκκλησία, η οποία δεν… …   Dictionary of Greek

  • απαγορευτικός — ή, ό αυτός που κλείνει μέσα του απαγόρευση, ο παρεμποδιστικός: Στο νόμο υπάρχουν πολλές απαγορευτικές διατάξεις. – Οι δασμοί που επιβλήθηκαν για το είδος αυτό είναι ουσιαστικά απαγορευτικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”